Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁμοῦ γέ που

См. также в других словарях:

  • αμού — ἁμοῡ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ] συνεκφέρεται με τα μόρια γέ που «ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο μέρος, κάπου …   Dictionary of Greek

  • Αμού Νταριά — (Amu Darya). Ο μεγαλύτερος σε υδάτινο όγκο ποταμός (1.415 χλμ.) της κεντρικής Ασίας, που διαγράφει τα βόρεια σύνορα του Αφγανιστάν με το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν. Σχηματίζεται στη συμβολή των ποταμών Πιάντζ και Βαχς και… …   Dictionary of Greek

  • Καράκουμ — (Kara kum). Έρημος (350.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της έκτασης της Τουρκμενιστάν (300.000 τ. χλμ.) και τμήμα του Καζακστάν. Στα Β και ΒΑ συνορεύει με το κοίλωμα Σάρι Καμίς και την κοιλάδα του ποταμού Αμού… …   Dictionary of Greek

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Τουρκεστάν — ή Τουρκιστάν). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ασίας, οι κάτοικοι της οποίας μιλούν ιδιώματα του τουρκικού γλωσσικού κορμού. Εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα στα Δ, έως την έρημο Γκόμπι στα Α και ορίζεται στα Ν από τις ορεινές αλυσίδες Κοπέτ… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Παμίρ — Οροπέδιο της κεντρικής Ασίας, σπουδαίος ορεογραφικός κόμβος, από όπου ξεκινούν οι ορεινές αλυσίδες των Ιμαλαΐων, Καρακόραμ, Κουνλούν, Τιεν Σαν, Αλάι και Χιντουκούς. Το οροπέδιο, που οι ιθαγενείς το ονομάζουν Μπαμ ι Ντουνιά (στέγη του κόσμου),… …   Dictionary of Greek

  • Αράλη — Λίμνη (65.500 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας, το βόρειο τμήμα της οποίας ανήκει στη Δημοκρατία του Καζακστάν και το νότιο στη Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν. Έχει πολύ μικρό βάθος, που δεν ξεπερνά σχεδόν ποτέ τα 20 μ. Μόνο σε μια τάφρο, κατά μήκος της… …   Dictionary of Greek

  • Ιλχανίδες — Μογγολική δυναστεία. Ηγεμόνευσε κατά την περίοδο 1251 1335, στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Αμού Νταριά και Ευφράτη. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας των Ι., η Περσία χαρακτηρίστηκε από πνευματική άνθηση. Η δυναστεία των I.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»